-
1 трубчатый
трубчатыйприл1. (состоящий из труб) σωληνωτός:\трубчатый котел ὁ σωληνωτός λεβης·2. (в форме трубы) σωληνώδης, σωληνοειδής. -
2 трубчатый
επ.σωληνώδης, σωληνοειδής• σωληνωτός•-ые кости τα αυλοειδή οστά•
трубчатый стебель στέλεχος (φυτού) κοίλο ή σωληνοειδές-трубчатыйые макароны σωληνοειδή μακαρόνια.
-
3 трубчатый
(состоящий из труб) σωληνωτός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трубчатый
-
4 вал
I. 1. тех. о άξον/αςη άτρακτοςведущий - μετάδοσης κίνησης, κινητήριος -гребной - ελικοφόρος -, τελικός -гребной - с прерывистой облицовкой τελικός - με διακεκομμένη επένδυση (χιτώνια)дейдвудный - мор. τελικός - (στη χοάνη)жёсткий - άκαμπτος -, σταθερός -карданный – τύπου καρντάνкачающийся - η ταλαντούμενη άτρακτος, παρανεύων -коленчатый - на шариковых подшипниках στροφαλοφόρος - πάνω σε σφαιροτριβείςкулачковый - εκκεντροφόρος -, κνωδακοφόρος -- συστήματος μοχλών, η δευτερεύουσα άτρακτοςраспределительный - впускных (выпускных) клапанов κνωδακοφόρος - βαλβίδων εισαγωγής (εξαγωγής)трубчатый - σωληνωτός -, ενδο-ενωτικός -- ώσης(токарного станка) η βέργα/ράβδος πάσου του τόρνου2. (печатный) о κύλινδρος τυπογραφικού πιεστηρίου 3. (включающий) (тлф) ο μοχλός διακόπτηвращающийся - искателя ο περιστρεφόμενος μοχλός επιλογής.II.(земляная насыпь) το ανάχωμα, το ύψωμα.III.(высокая волна) το πανύψηλο/πολύ υψηλό κύμα της θάλασσας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вал
-
5 испаритель
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > испаритель
-
6 шатун
тех. ο διωστήραςразг. η μπιέλα (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шатун
-
7 фильтр
ο ηθμόςο διϋλιστήρας, разг. το φίλτροмасляный - ελαίου/λαδιούмедленный - (в водоснабжении) «αργό» -тепловой - опт. θερμικός -тонкий - ψιλός -, λεπτός -трубчатый - αυλωτός -, σωληνωτός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фильтр